- Κῦροι
- Κῦροςthe elder Cyrusmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυροῖ — κυρέω hit pres opt act 3rd sg (attic epic doric) κῡροῖ , κυρόω confirm pres ind mp 2nd sg κῡροῖ , κυρόω confirm pres opt act 3rd sg κῡροῖ , κυρόω confirm pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύροι — κύ̱ροῑ , κυρέω hit pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek